- ασφάλτωση
- [асфалтоси] ουσ. Θ. асфальтирование,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ασφάλτωση — η (Μ ἀσφάλτωσις) [ασφαλτώ] η επίστρωση με άσφαλτο ή πίσσα … Dictionary of Greek